- Ἡλίους
- Ἥλιοςmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἡλίους — ἥλιος sun masc acc pl ἡλιόω live in the sun imperf ind act 2nd sg ἡλιόω live in the sun imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήλιος — (Ηelianthus annus). Μονοετές φυτό της οικογένειας των δικοτυλήδονων συνθέτων. Η επιστημονική του ονομασία είναι ηλίανθος ο ετήσιος. Κατάγεται από την Κεντρική Αμερική, αλλά διαδόθηκε και καλλιεργείται σε διάφορες χώρες κυρίως για τον εδώδιμο… … Dictionary of Greek
τρισήλιος — ον, ΜΑ 1. αυτός που έχει λαμπρότητα τριπλάσια από τον ήλιο 2. (για την Αγία Τριάδα) αυτός που αποτελείται από τρεις ήλιους («τοὺς τρεῑς μεγίστους φωστῆρας τῆς τρισηλίου θεότητος», Μηναί.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρισ /τρι * + ἥλιος] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των … Dictionary of Greek
καινοφανής αστέρας (nova) — (Αστρον.). Αστέρας, ο οποίος παρουσιάζει απρόοπτα ταχύτατη και έντονη αύξηση της λαμπρότητάς του, για να επανέλθει ύστερα σιγά σιγά στην αρχική του κατάσταση. Η λαμπρότητα των κ.α. είναι από 5.000 έως 100.000 φορές μεγαλύτερη από την αρχική τους … Dictionary of Greek
Μητροπούλου, Κωστούλα — (Πειραιάς 1935 –). Πεζογράφος, θεατρική συγγραφέας και δημοσιογράφος. Σπούδασε νομικά και θέατρο, ασχολήθηκε στις με τη δημοσιογραφία και με τη λογοτεχνία. Συνεργάστηκε για αρκετά χρόνια με την εφημερίδα Έθνος και την ΕΡΑ 2, ενώ έχει εξαιρετικά… … Dictionary of Greek